- προδιεργάζομαι
- προ-δι-εργάζομαι, vorher vollenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιεργάζομαι — Α επεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»] … Dictionary of Greek
προδιεργάζεται — προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεργάσασθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιειργάσθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)